στραβά

στραβά
επίρρ.
1) криво; косо;

τράβηξε στραβά τη γραμμή — он провёл линию криво;

2) набекрень;

βάζω το σκούφο στραβά — надеть шапку набекрень;

3) ошибочно, неправильно; плохо;

την έκανες στραβά τη δουλειά — ты плохо сделал работу;

στραβά κατάλαβες — ты неправильно понял;

§ τό παίρνω στραβά — неправильно понимать;

τό βάζω στραβά — что хочу, то и ворочу;

κουτσά στραβά — как-нибудь, кое-как, как попало;

κουτσά στραβά κι' ανάποδα — очень плохо, кое-как;

πάμε κουτσά στραβά κι' ανάποδα — живём кое-как


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στραβά" в других словарях:

  • στραβά — στραβός squinting neut nom/voc/acc pl στραβά̱ , στραβός squinting fem nom/voc/acc dual στραβά̱ , στραβός squinting fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβάς — στραβά̱ς , στραβός squinting fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • στραβός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, στρεβλός: Τα πόδια της είναι στραβά. – Κρέμασε στραβά τον πίνακα. 2. τυφλός: Στραβός βελόνα γύρευε μέσα σε αχυρώνα (παροιμ.). 3. εσφαλμένος, όχι σωστός: Πήρε στραβό δρόμο. – Το είδε στραβά από την αρχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτσός — ή, ό (Μ κουτσός και κοτσός, ή, όν) (για πρόσ.) αυτός που έχει ελάττωμα στα πόδια ή που έχει ακρωτηριαστεί ένα του πόδι, χωλός νεοελλ. 1. (για έπιπλα) αυτός που τού λείπουν ένα ή περισσότερα πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. το κουτσό είδος παιχνιδιού που… …   Dictionary of Greek

  • στραβοκάνης — α, ικο, Ν αυτός που έχει στραβά κανιά, στραβά σκέλη, στραβοπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + κάνης (< κανιά)] …   Dictionary of Greek

  • αγκυλόδους — ἀγκυλόδους ( οντος), ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει αγκύλα, κυρτά και στραβά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + ὀδούς] …   Dictionary of Greek

  • αγκυλόπους — ἀγκυλόπους, ουν (Α) αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης αρχ. φρ. «ἀγκυλόπους δίφρος» ο δίφρος τών Ρωμαίων αρχόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + πούς] …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • εθελοτυφλώ — ( όω) προσποιούμαι ότι δεν βλέπω, κάνω τα στραβά μάτια …   Dictionary of Greek

  • ενάντια — (Μ ἐνάντια) επίρρ. 1. εναντίον, κατ αντίθετο τρόπο, αντίθετα, κόντρα («ενάντια στης ζωής εγώ θα πάω το νόμο», Σημηρ.) 2. δυσμενώς, αντίξοα, ανάποδα, στραβά («οι δουλειές μου πάνε ενάντια») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»